επιβοώ

επιβοώ
ἐπιβοῶ, -άω (Α)
1. φωνάζω, κραυγάζω
2. (για κυνηγετικά σκυλιά) γαβγίζω
3. ψέλνω
4. εκφωνώ επί πλέον
5. επευφημώ
6. επικαλούμαι
7. φωνάζοντας δυνατά ζητώ βοήθεια
8. φωνάζω εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βοώ «φωνάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιβοῶ — ἐπιβοάω call pres imperat mp 2nd sg ἐπιβοάω call pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπιβοάω call pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπιβοάω call pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπιβοάω call pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… …   Dictionary of Greek

  • επιβόημα — ἐπιβόημα, το (Α) [επιβοώ] κραυγή, βοή προς κάποιον …   Dictionary of Greek

  • επιβόησις — ἐπιβόησις, η (AM) [επιβοώ] κατακραυγή, αποδοκιμασία αρχ. 1. επευφημία («δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ τὰς ἐπιβοήσεις», Πλούτ.) 2. αλαλαγμός …   Dictionary of Greek

  • επιβόητος — ἐπιβόητος, ον (Α) [επιβοώ] 1. αυτός που έχει κακή φήμη, διαβόητος 2. περιβόητος, περίφημος …   Dictionary of Greek

  • προσεπιβοώ — άω, Α 1. φωνάζω επί πλέον 2. παρορμώ με τη φωνή, επευφημώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιβοῶ «κραυγάζω, φωνάζω, επευφημώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπιβοώ — άω, Μ φωνάζω δυνατά μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπιβοᾱν πείθει», Θεοφύλ. Βουλγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιβοῶ «φωνάζω, κραυγάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”